Σκουρλέτης: Να μη διανοηθεί η κυβέρνηση να εκποιήσει το 40% της Εθνικής Τράπεζας που ανήκει στο ελληνικό Δημόσιο

Να «μη διανοηθεί η κυβέρνηση να εκποιήσει μέσω του ΤΧΣ το 40% της Εθνικής Τράπεζας που ανήκει στο Ελληνικό Δημόσιο ή και σημαντικό μέρος αυτού», τονίζει ο Πάνος Σκουρλέτης σε δήλωσή του με αφορμή δημοσίευμα της «Καθημερινής» σύμφωνα με το οποίο, όπως αναφέρει ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, «η κυβέρνηση σχεδιάζει την αποεπένδυση του Ελληνικού Δημοσίου από τις συστημικές τράπεζες με την διαδικασία της απευθείας πώλησης. Απορρίπτει δηλαδή ακόμη και τη δημόσια πώληση μετοχών στα πλαίσια του Χρηματιστηρίου».

Σημειώνει ότι αυτό στην παρούσα φάση αφορά άμεσα το 40,39% της Εθνικής Τράπεζας, που κατέχει το ελληνικό Δημόσιο μέσω του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (εφεξής ΤΧΣ) και το 27% της Τράπεζας Πειραιώς αντίστοιχα.

Ο κ. Σκουρλέτης αφού επισημαίνει τις εξαγγελίες του Αλέξη Τσίπρα από τη ΔΕΘ -«δεν θα επιτρέψουμε να προχωρήσουν στη πλήρη ιδιωτικοποίηση της Εθνικής Τράπεζας. Την Εθνική Τράπεζα, με το ποσοστό του Δημοσίου στο 40%, την μετατρέπουμε σε ισχυρό δημόσιο πυλώνα του τραπεζικού συστήματος»-, τονίζει ότι συγκρούονται δύο πολιτικά σχέδια: «Αυτό της κυβέρνησης, που προωθεί την εκποίηση του τραπεζικού συστήματος πλήρως σε fund και ιδιωτικά συμφέροντα και το άλλο του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ, που εστιάζει στην προστασία των θυσιών του ελληνικού λαού μέσω από τη διασφάλιση ισχυρής και ενεργητικής παρουσίας του Δημοσίου».

Ακολουθεί η δήλωση του Πάνου Σκουρλέτη:

«Να μη διανοηθεί η κυβέρνηση να εκποιήσει μέσω του ΤΧΣ το 40% της Εθνικής Τράπεζας που ανήκει στο Ελληνικό Δημόσιο ή και σημαντικό μέρος αυτού. Σύμφωνα με δημοσίευμα στον Τύπο [1] η κυβέρνηση σχεδιάζει την αποεπένδυση του Ελληνικού Δημοσίου από τις συστημικές τράπεζες με την διαδικασία της απευθείας πώλησης. Απορρίπτει δηλαδή ακόμη και τη δημόσια πώληση μετοχών στα πλαίσια του Χρηματιστηρίου.

Στην παρούσα φάση αυτό αφορά άμεσα το 40,39% της Εθνικής Τράπεζας, που κατέχει το Ελληνικό Δημόσιο μέσω του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (εφεξής ΤΧΣ) και το 27% της Τράπεζας Πειραιώς αντίστοιχα.

Υπενθυμίζεται, ότι, με τα χρήματα του ελληνικού λαού σε καιρούς με σωρευτική ύφεση -25% και ανεργία στο 27% ανακεφαλαιοποιήθηκαν την περίοδο 2010-2014 οι τράπεζες και το Δημόσιο κατέχει αυτό το ποσοστό. Επομένως δεν μπορεί σήμερα καμία κυβέρνηση να σκορπά αυτές τις αιματηρές θυσίες στο βωμό ακραίων νεοφιλελεύθερων αντιλήψεων όπου το κράτος έχει λόγο μόνο στην Εθνική ‘Αμυνα και την Ασφάλεια με ακραία αδιαφανείς διαδικασίες σε ένα άκρως μεταβαλλόμενο περιβάλλον.

Σημειώνεται, ότι, πέραν του Ελληνικού Δημοσίου κανένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο δεν κατέχει πάνω του 5% της Εθνικής Τράπεζας, γεγονός που δίνει τη δυνατότητα άσκησης πολιτικών σε σχέση με τη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση υπέρ του δημοσίου συμφέροντος. Σύμφωνα με τη δική μας αντίληψη, η δυνατότητα αυτή πρέπει να ενισχυθεί, καθώς μια ισχυρή παρουσία ενός δημόσιου πυλώνα στην τραπεζική αγορά επιτυγχάνει έναν πρόσθετο και απολύτως αναγκαίο ρυθμιστικό ρόλο, προκειμένου να τίθενται όρια προς όφελος του κοινωνικού συνόλου, να αποτρέπονται εναρμονισμένες πρακτικές των συστημικών τραπεζών, να αξιοποιούνται τα χρηματοδοτικά εργαλεία στην πραγματική οικονομία και στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης αναπτυξιακής στρατηγικής.

Η όποια, λοιπόν, σημαντική ή ολική αποεπένδυση του υφιστάμενου μεριδίου καθιστά αυτόματα τον ξένο ιδιώτη επενδυτή (προσφορά έχει καταθέσει για το 20% το κρατικό fund της Σαουδικής Αραβίας το οποίο σημειωτέον δεν έχει συμμετοχή σε άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες, άρα ποια τεχνογνωσία και διαχειριστική εμπειρία ακριβώς θα μεταφέρει είναι ένα ακόμη ερωτηματικό) βασικό μέτοχο και τον καθοριστικό παράγοντα για την ίδια τη λειτουργία σημαντικού μέρους του τραπεζικού συστήματος της χώρας μας.

Όλα αυτά 6 μήνες μετά από την απευθείας πώληση της μεγαλύτερης εγχώριας ασφαλιστικής εταιρείας με σημαντικό δημόσιο έλεγχο, της Εθνικής Ασφαλιστικής, στο αμερικανικό fund CVC, μόλις στο 40% της λογιστικής αξίας αυτής, χωρίς ποτέ να παρουσιαστεί δημόσια η μελέτη με την οποία προέκυψε το συμφωνηθέν τίμημα. Αλλά, και της πώλησης του 49% του φυσικού μονοπωλίου στα δίκτυα ενέργειας του ΔΕΔΔΗΕ σε αυστραλιανό fund και του 10% της ΔΕΗ ΑΕ στο προαναφερόμενο CVC.

Η κυβέρνηση χωρίς καμία μνημονιακή δέσμευση και ασφυκτικούς δημοσιονομικούς περιορισμούς στην τρέχουσα συγκυρία παραχωρεί μέσα από αδιαφανείς και άκρως επιζήμιες για το ελληνικό δημόσιο διαδικασίες τους βασικούς πυλώνες του τραπεζικού συστήματος της χώρας και της εθνικής αποταμίευσης σε ξένα fund που αποσκοπούν σε γρήγορες, υψηλές αποδόσεις, χαμηλού ρίσκου, επισφαλών εργασιακών σχέσεων και με μηδαμινό κοινωνικό πρόσημο.

Ο κύκλος εργασιών άλλωστε για τους “επενδυτές” είναι έτοιμος και δεν χρειάζεται να κάνουν τίποτα αφού οι τράπεζες διαχειρίζονται τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης & Ανθεκτικότητας και την ιδιωτικοποίηση της επικουρικής ασφάλισης. Ζεστό χρήμα λοιπόν από το κοινό ευρωπαϊκό ταμείο και από τον κόσμο της εργασίας χωρίς δεσμεύσεις για τους “επενδυτές”.

Συμπυκνώνεται σε αυτές τις πολιτικές η αντίληψη της κυβέρνησης ότι εάν δεν υπήρχαν τα μνημόνια έπρεπε να τα είχαμε εφεύρει.

Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ μέσω των εξαγγελιών του προέδρου Αλέξη Τσίπρα στη ΔΕΘ έχει τονίσει ότι «δεν θα επιτρέψουμε να προχωρήσουν στην πλήρη ιδιωτικοποίηση της Εθνικής Τράπεζας. Την Εθνική Τράπεζα, με το ποσοστό του Δημοσίου στο 40%, τη μετατρέπουμε σε ισχυρό δημόσιο πυλώνα του τραπεζικού συστήματος».

Σήμερα λοιπόν βιώνουμε στην πράξη την ξεκάθαρη σύγκρουση δύο πολιτικών σχεδίων. Αυτό της κυβέρνησης, που προωθεί την εκποίηση του τραπεζικού συστήματος πλήρως σε fund και ιδιωτικά συμφέροντα και το άλλο του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, που εστιάζει στην προστασία των θυσιών του ελληνικού λαού μέσω από τη διασφάλιση ισχυρής και ενεργητικής παρουσίας του Δημοσίου.

Υπό αυτό το πρίσμα απαιτείται μια ισχυρή, μαχητική, ενεργητική, κοινωνική και πολιτική αντιπαράθεση με την σχεδιαζόμενη κυβερνητική πολιτική, που θα οδηγήσει εν τέλει και στη μη εφαρμογή της ώστε να παραμείνει πάντα εφικτή, μετά τις θυσίες του ελληνικού λαού, η δυνατότητα άσκησης πολιτικών των νομίμως εκλεγμένων κυβερνήσεων μέσω του τραπεζικού συστήματος, ώστε να προστατεύονται οι πιο ευάλωτοι, οι μικρές επιχειρήσεις, οι αγρότες, οι επαγγελματίες, η κοινωνική πλειοψηφία και το δημόσιο συμφέρον συνολικά»